-
1 καθ-υφ-ίημι
καθ-υφ-ίημι (s. ἵημι), nachlassen, preisgeben, verrathen; ἐάν τις ἑκὼν καϑυφῇ τοῖς ἐναντίοις καὶ προδῷ τὸν καιρόν Dem. 19, 6; wie praevaricari, als Sachwalter so treulos zu Werke gehen, daß man dem Gegner den Vortheil in die Hände spielt, πεισϑεὶς ἀργυρίῳ καϑυφεὶς τὸν ἀγῶνα 21, 39, vgl. 18, 107; von dem Proceß abstehen, ihn fallen lassen, ἀπαλλαγῆναι καὶ καϑυφεῖναι τὸν ἀγῶνα 21, 151, vgl. 23, 96; μηδὲ καϑυφῇς τι τῶν δικαίων τοῠ πατρός Luc. Prom. 5; – καϑυφῆκεν τὴν προῖκα τῆς ἀδελφῆς Dem. 29, 35. – Med. nachgeben, ὡς οὐ χρὴ καϑυφίεσϑαι τοῖς ἐν Πειραιεῖ Xen. Hell. 2, 4, 22; feig nachgeben, preisgeben, εἰ καϑυφείμεϑά τι τῶν πραγμάτων Dem. 3, 8; καϑυφεῖντο ἑαυτούς Pol. 3, 60, 4; von feigen Soldaten Polyaen. 8, 24, 1 καϑυφιεμένους ἐν ταῖς μάχαις.
См. также в других словарях:
καθυφίημι — (Α) (επιτατ. τού υφίημι) 1. παραμελώ με δόλιο τρόπο, προδίδω («καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῆ τοῑς ἐναντίοις καὶ προδῶ», Δημοσθ.) 2. (για συνηγόρους ή κατηγόρους) συνεννοούμαι κρυφά για να κερδίσει ο αντίδικος, καταπροδίδω τη δίκη, διεξάγω δίκη με… … Dictionary of Greek